ετεροτοπικός

ετεροτοπικός
-ή, -ό
βλ. ετερότοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotopic < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -topia (πρβλ. τόπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ετερότοπος — η, ο και ετεροτοπικός, ή, ό ανατ. αυτός που αναπτύσσεται σε άλλο τόπο (= θέση), αυτός που δεν έχει φυσιολογική θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotopous < hetero (πρβλ. ετερο *) + topous (πρβλ. τόπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”